μελίχροιος

μελίχροιος
μελίχροιος, -ον και μελιχρους, -ουν (Μ)
βλ. μελίχρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελίχρους — ουν (ΑM μελίχρους και μελιτόχρους ουν και οος, οον, Α και μελλίχρους, ουν, Μ και μελίχροιος, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελίχρωμος, μελής μσν. μελαχρινός αρχ. 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι ή που έχει γλυκαθεί με μέλι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”